πιαντήριος

πιαντήριος
-ία, -ον, Α
1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια
οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῑς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος, πλυν-τήριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιαντηρίοισι — πιαντηριος fattening masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιαντικός — ή, όν, Α [πιαίνω] πιαντήριος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”